- σχολαίως
- Αεπίρρ. βλ. σχολαῑος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σχολαίως — σχολαί̱ως , σχολαῖος leisurely adverbial σχολαί̱ως , σχολαῖος leisurely masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχολαίος — αία, ον, Α αυτός που κάνει κάτι με βραδύτητα ή αυτός που γίνεται με αργό ρυθμό, νωχελικός. επίρρ... σχολαίως Α με οκνηρία, με νωθρότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχολή «απραξία» + κατάλ. αῖος (πρβλ. σπουδ αῖος)] … Dictionary of Greek